θαητός — θᾱητός , θηητός gazed at masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηητός — θηητός, ή, όν ιων. τ., θαητός, ή, όν δωρ. τ. (Α) [θηέομαι] αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τόν βλέπει … Dictionary of Greek